αξάφριστος

αξάφριστος
η , ο оставленный с неснятой пеной (о бульоне, вине и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αξάφριστος" в других словарях:

  • αξάφριστος — η, ο 1. αυτός που δεν του αφαιρέθηκε ο αφρός 2. μτφ. α) όποιος δεν έπεσε θύμα κλοπής β) αντικείμενο που δεν το έκλεψαν …   Dictionary of Greek

  • αξάφριστος — η, ο αυτός που δεν του αφαιρέθηκε ο αφρός: Έβρασε το κρέας αξάφριστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»